-
1 ἀνα-πολέω
ἀνα-πολέω, umwenden, ἀμπολεῖν ταὐτὰ τρὶς καὶ τετράκις Pind. N. 7, 104; vom Acker, umpflügen; von Speisen, wiederkäuen. Aelian. bei Suid. Uebertr., im Geiste herumwenden, überdenken, erwägen, ἔπη, wiederholen, Soph. Phil. 1222; μνήμην Plat. Phil. 34 b; Suid. erkl. geradezu ἀναμιμνήσκεσϑαι.
-
2 τετράκι
τετράκι, (ς)1 four timesκλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων O. 7.81
ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (Er. Schmid: τετράκις codd.) N. 7.104νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις N. 10.42
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий